- καθυγρασμός
- καθυγρασμός, ὁ (Α) [καθυγραίνω]η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού καθυγραίνω, η ύγρανση από βρέξιμο («ἡ γλῶττα δεῑται καθυγρασμοῡ», Αέτ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καθυγρασμός — moistening masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθυγρασμοῦ — καθυγρασμός moistening masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)